συντίλλω

συντίλλω
Α
(συν. το παθ.) συντίλλομαι
μαδιέμαι επίσης («οὐδὲ μάτην τίλλεσθαι... ὄρνιν ἔοικεν ἤ συντιλλέσθω Δήλιε και Πολέμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + τίλλω «μαδώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”